- μηνιάρχης
- μηνιάρχης, ου, ὁ,A monthly prefect, POxy.84.6(iv A.D.), etc.:—also [suff] μήν-αρχος, ὁ, ib.53.3 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηνιάρχης — μηνιάρχης, ὁ (Α) αυτός που ήταν άρχων κάθε μήνα, μηνιαίος άρχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + άρχης (< ἄρχω) κατά το ταξι άρχης] … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
μηνίαρχος — μηνίαρχος, ὁ (Α) ο μηνιάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + αρχος (< ἄρχω) κατά το ταξί αρχος] … Dictionary of Greek
ЕГИПЕТ — Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. [Арабская Республика Египет (АРЕ); араб. ; копт. khme], гос во в сев. вост. части Африки и на Синайском п ове в Азии, к его территории также относятся неск.… … Православная энциклопедия